σκαρτάρισμα

σκαρτάρισμα
το, -ατος
διαλογή και απόρριψη των άχρηστων πραγμάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαρτάρισμα — το, Ν [σκαρτάρω] 1. (στη γλώσσα τών χαρτοπαικτών) αφαίρεση από την τράπουλα τών χαρτιών που είναι περιττά για το παιχνίδι ή αντικατάσταση από άλλα, ξακαθάρισμα, ξεσκαρτάρισμα 2. αφαίρεση ή πέταγμα άχρηστων ή περιττών αντικειμένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”